- αετόμορφος
- και αϊτόμορφος, -η, -ο (Α ἀετόμορφος, -ον)αυτός που έχει μορφή ή σχήμα αετού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετὸς + μορφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αετόμορφος — αετόμορφος, η, ο και αϊτόμορφος, η, ο αυτός που έχει μορφή αϊτού: Ήταν λεβέντης, αϊτόμορφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
αετώδης — ες (Α ἀετώδης) [ἀετός] ο όμοιος με αετό, αετόμορφος αρχ. φρ. «ἀετῶδες βλέπω», βλέπω τόσο καλά όσο ο αετός, έχω δυνατή όραση … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek